- τεσσαράκοντα
- οι, τα / τεσσαράκοντα, οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ, και αττ. τ. τετταράκοντα και ιων. τ. τεσσεράκοντα και σικελιωτ. ιων. τετράοοντα και δωρ. τ. τετρώκοντα και τεταράκοντα και βοιωτ. τ. πετταράκοντα Αάκλ. (απόλ. αριθμ.)1. σαράντα2. παροιμ. φρ. «παρά μίαν τεσσαράκοντα»i) (στην ΚΔ) η πιο ντροπιαστική τιμωρία που εφάρμοζαν οι Ιουδαίοι και που ήταν, ως ανώτατο όριο, 39 μαστιγώσειςii) (σήμερα) σκληρή σωματική τιμωρίαμσν.το ουδ. ως ουσ. τὰ τεσσαράκονταμνημοσύνη λειτουργία που τελούσαν σαράντα ημέρες μετά τον θάνατο ενός προσώπου, τα σαράντααρχ.το αρσ. ως ουσ. οἱ τεσσαράκοντα(αττ. δίκ.) δικαστές που περιέρχονταν τους δήμους τής Αττικής και οι οποίοι δίκαζαν κάθε υπόθεση για την οποία επιβάλλονταν χρηματικό πρόστιμο μέχρι δέκα δραχμές.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρες, -α / τέσσερες / πέτταρες + -κοντα (που ανάγεται σε ΙΕ τ. *dkomt «δεκάδα», πρβλ. πεντ-ή-κοντα, τριά-κοντα). Ο τ. τετρά-κοντα έχει σχηματιστεί με α' συνθετικό τετρα- (βλ. λ. τέσσερεις) ενώ ο δωρ. τ. τετρώ-κοντα εμφανίζει συνεσταλμένη βαθμίδα με μακρό ημίφωνο: *kwetr- > -ρω- (πρβλ. λατ. quadrā-ginta)].
Dictionary of Greek. 2013.